- ραιβοσκελής
- ης, ες кривоногий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥαιβοσκελής — bandy legged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραιβοσκελής — ές / ῥαιβοσκελής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] … Dictionary of Greek
ῥαιβοσκελῆ — ῥαιβοσκελής bandy legged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥαιβοσκελής bandy legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥαιβοσκελής bandy legged masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραιβοσκελία — η, Ν [ραιβοσκελής] ιατρ. η ραιβογονία … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek